αμεσίτευτος

αμεσίτευτος
-η, -ο (Μ ἀμεσίτευτος, -ον) [μεσιτεύω]
(για συμβάσεις ή συμφωνίες) ο δίχως μεσίτη ή μεσιτεία, αυτός που γίνεται δίχως να παρεμβληθούν μεσάζοντες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμεσίτευτος — η, ο επίρρ. α αυτός που έγινε χωρίς μεσίτη: Αγόρασα το διαμέρισμα αμεσίτευτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”